ἔκσκηνος

ἔκσκηνος
ἔκσκηνος, ον, ([etym.] σκῆνος)
A disembodied, S.E.M.9.73 (ἡλίου is interpol.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • έκσκηνος — ἔκσκηνος, ον (Α) 1. θεατρ. αυτός που βρίσκεται έξω από τη σκηνή 2. συνεκδ. αυτός που βρίσκεται έξω από την επίδραση κάποιου 3. αστρον. «ἔκσκηνοι ἡλίου» έξω από την περιοχή επιδράσεως ή ακτινοβολίας τού ηλίου (Σέξτ. Εμπ.) …   Dictionary of Greek

  • ἔκσκηνοι — ἔκσκηνος disembodied masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”